γεροκολασμένος

γεροκολασμένος
η , ο распутный (о старике)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γεροκολασμένος" в других словарях:

  • γεροκολασμένος — ο ο ακόλαστος, ο έκφυλος γέρος …   Dictionary of Greek

  • γεροκολασμένος — ο γέρος ακόλαστος, διεφθαρμένος: Έγινε ερωμένη ενός γεροκολασμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… …   Dictionary of Greek

  • γεροκουνενές — ο ο ξεμωραμένος, ο διεφθαρμένος γέρος, ο γεροκολασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»